-
1 σιδηρονωτος
-
2 τυπος
(ῠ) ὅ1) ударτ. ἀντίτυπος Her. — удар и ответный удар
2) знак, след(τύποι πληγῶν Plut.)
τύποι σφενδόνης Eur. — отпечаток (оттиск) перстня;τ. τοῦ καυτῆρος Luc. — выжженное клеймо;τύποι γραμμάτων Plut. — письменные знаки, письмена3) резьба, резное (скульптурное) изображениеαἱμασιέ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Her. — ограда со скульптурными изображениями;
ἀσπίδος τύποις ἐπῆν γίγας Eur. — на щите была вырезана фигура гиганта;χρυσέων ξοάνων τύποι Eur. — золотые изваяния4) форма или образец, типτοῦ αὐτοῦ μετέχειν τύπου Plat. — иметь ту же форму, относиться к тому же типу;
Ἱππομέδοντος μέγας τ. Aesch. — громадного роста Гиппомедонт5) очерк, очертания, общий вид Isocr., Plat., Arst.τύπῳ и ἐν τύπῳ Plat., Arst. — в общем виде, в форме наброска;
τύπον τινὰ λαβεῖν τινος Plat. — постичь что-л. в общих чертах6) топот(ἵππων Xen.)
См. также в других словарях:
είλω — εἴλω και εἰλῶ ( έω) και ἴλλω (Α) 1. περικλείω, πιέζω 2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.) 3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος) 4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια) 5. (για άνθρωπο … Dictionary of Greek
κιλλίβαντας — Μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει στη στήριξη των πυροβόλων, καθιστώντας δυνατή τη μεταφορά και τον χειρισμό τους και διευκολύνοντας τη σκόπευση. Οι σύγχρονοι κ. του πυροβολικού (είτε κινητού τύπου είτε σταθεροί) διαθέτουν όργανα… … Dictionary of Greek